βουστάσιο(ν)

βουστάσιο(ν)
το коровник, хлев

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Смотреть что такое "βουστάσιο(ν)" в других словарях:

  • βουστάσιο — και βουστάσι, το (AM βουστάσιον) στάβλος αγελάδων. [ΕΤΥΜΟΛ. < βους + στάσιον < ίστημι] …   Dictionary of Greek

  • βουστάσιο — το στάβλος βοδιών και γαλακτοφόρων αγελάδων: Η ενασχόληση με την κτηνοτροφία απαιτεί τη σωστή οργάνωση βουστασίων …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • -στάσιο — στάσιον, ΝΜΑ β’ συνθετικό ουδ. όλων τών περιόδων τής Ελληνικής το οποίο ανάγεται στο ρ. ἵστημι «στέκομαι, βρίσκομαι» και εμφανίζει τη συνεσταλμένη βαθμίδα στă τού ρ. (πρβλ. στά σις, στατός). Τα σύνθ. αυτά εμφανίζουν ως α συνθετικό ουσιαστικά (με… …   Dictionary of Greek

  • αγελαδοστάσι — το το μέρος όπου εκτρέφονται και συντηρούνται αγελάδες, βουστάσιο. [ΕΤΥΜΟΛ. < αγελάδα + στάσι] …   Dictionary of Greek

  • αμελκτήριο — το (Κτηνοτρ.) ο ιδιαίτερος χώρος (κτήριο ή δωμάτιο) σε μια κτηνοτροφική επιχείρηση γαλακτοπαραγωγής (βουστάσιο, προβατοστάσιο ή αιγοστάσιο), στον οποίο οδηγούνται τα ζώα για να αρμεχθούν …   Dictionary of Greek

  • βους — ο (AM βοῡς, ο, Α και βοῡς, η) βόδι (ταύρος, αγελάδα ή μοσχάρι) (αρχ. μσν.) φρ. «βοῡς ἐπὶ γλώσσῃ βέβηκε», «βοῡς ἐπὶ γλώσσης ἐπιβαίνει», «βοῡν ἐπὶ τῆς γλώττης ἔχω» βουθαίνομαι, δεν αποκαλύπτω αυτά που γνωρίζω αρχ. βοῡς, η 1. δέρμα βοδιού, ασπίδα 2 …   Dictionary of Greek

  • ενοικιοστάσιο — Αναγκαστική παράταση της μίσθωσης ακινήτων, με καθορισμό του μισθώματος από το κράτος. * * * το νόμος που καθορίζει τα σχετικά με τις μισθώσεις αστικών κτημάτων ζητήματα και που μπορεί να επιβάλει αναγκαστική για τον εκμισθωτή παράταση τής… …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»